Στα τέλη του 19ου αιώνα οι λογοτέχνες μας αρχίζουν να αποτυπώνουν στα κείμενά τους την ελληνική ζωή και την ελληνική φύση. Ανάμεσά τους επίζηλη θέση παίρνει ο Αντρέας Καρκαβίτσας.
Στα χρόνια των σπουδών και εκεί πάνω στην μελέτη της ελληνικής λογοτεχνίας έκανα μια εργασία για τον πεζογράφο, επιλέγοντας τον "Ζητιάνο".Το ταξίδι ήταν υπέροχο και γεμάτο εκπλήξεις.Μόλις πριν λίγο καιρό, όμως, διαπίστωσα οτι εκτός απο ηθογράφος, ο συγγραφέας ειναι και γοτθ...
"...Ἔξαφνα μέσα στὴν κάρωσή του ἄκουσε πατήματα κι εἶδε στὴν πόρτα δυὸ χωριατόπαιδα. Ἔμπαιναν φυλαχτὰ κι ἐλαφρὰ κι ἐγύριζαν ἐδῶ κι ἐκεῖ τὰ μάτια τους μὲ φόβο καὶ περιέργεια ἀνίκητη, ὡς ποὺ ἔφθασαν κοντὰ στὸ κρεβάτι του.
Στα χρόνια των σπουδών και εκεί πάνω στην μελέτη της ελληνικής λογοτεχνίας έκανα μια εργασία για τον πεζογράφο, επιλέγοντας τον "Ζητιάνο".Το ταξίδι ήταν υπέροχο και γεμάτο εκπλήξεις.Μόλις πριν λίγο καιρό, όμως, διαπίστωσα οτι εκτός απο ηθογράφος, ο συγγραφέας ειναι και γοτθ...
"...Ἔξαφνα μέσα στὴν κάρωσή του ἄκουσε πατήματα κι εἶδε στὴν πόρτα δυὸ χωριατόπαιδα. Ἔμπαιναν φυλαχτὰ κι ἐλαφρὰ κι ἐγύριζαν ἐδῶ κι ἐκεῖ τὰ μάτια τους μὲ φόβο καὶ περιέργεια ἀνίκητη, ὡς ποὺ ἔφθασαν κοντὰ στὸ κρεβάτι του.
– Τ᾿ εἶνε, μαρέ; τοὺς ἐφώναξεν ὁ τελωνοφύλακας ἀπὸ τὴ θέση του.
Ἀλλὰ τὰ παιδιὰ τρομαγμένα ἔβγαλαν φοβερὴ κραυγὴ καὶ ἐτινάχθηκαν ἀμέσως ἔξω. Ἐκεῖνος ἄρχισε τὰ γέλοια. Πολὺν καιρὸ εἶχε νὰ γελάση μὲ τόση νευρικὴ δύναμη. Τὰ ζωντόβολα! Ὡς καὶ τὴ φωνὴ τοῦ τρομάζουν!
Ἀλλ᾿ ἐνῷ ἀκόμη ἐξακολουθοῦσε νὰ γελᾷ καὶ νὰ ὑπερηφανεύεται γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ τὸ ἀθέλητο κατόρθωμά του, κάτω στὴν αὐλὴ ἀντηχοῦσαν οἱ φωνὲς τῶν παιδιῶν κι ἔφθαναν ἐπάνω τρεμάμενες:
– Ὁ πεθαμένος!... Ἐσηκώθηκεν ὁ πεθαμένος!...
– Πεθαμένος! ἐσυλλογίσθηκεν ἔκπληχτος ὁ Βαλαχᾶς, κρατώντας τὰ γέλοια. Ποιὸς διάβολος εἶνε πεθαμένος!...
Ἐσηκώθηκεν ἀπὸ τὸ κρεβάτι του κι ἔσκυψε νὰ ἰδῆ κάτω στὸ πάτωμα τὰ πράγματα, ποὺ ἔρριξαν τὰ παιδιὰ κατὰ τὴν ὥρα τῆς φυγῆς τους. Ἦταν ἕνα χιλιοτρυπημένο βρακί, ἕνα λιγδωμένο φέσι, ἕνα πουκάμισο μυριομπαλωμένο, τρία πεντάρικα κεριὰ καὶ λίγα σπειριὰ λιβάνι. Μπρέ! Ἀληθινὰ ἦταν σάβανα γιὰ νεκρόν. Ἀλλὰ ποῦ ἦταν ὁ νεκρός;
– Μαρέ, νὰ μὴ μὲ πῆραν γιὰ πεθαμένο! ἐσκέφθηκε.
Κι ἐπῆγε ν᾿ ἀνοίξη τὴν πόρτα γιὰ νὰ δὴ ἔξω. Μόλις ὅμως ἐπρόβαλεν ἐκεῖ, χαλάζι ἔπεσαν οἱ πέτρες ἐπάνω του καὶ ἄγριες φωνὲς ἠχολόγησαν. Οἱ χωριάτες ὅλοι, ἄντρες καὶ γυναῖκες καὶ παιδιά, μὲ τὰ σύνεργα τῆς δουλειᾶς τοὺς ἁρματωμένοι, μὲ στειλιάρια καὶ κοπάνους καὶ ἀξίνες καὶ πιστόλες, φοβεροί, ἄγριοι, ἔζωναν περίγυρα τὸ σπίτι τοῦ Βαλαχᾶ.
– Γιατί, ρὲ παιδιά· τί σᾶς ἔκαμα; ἠθέλησε νὰ τοὺς φωνάξη.
– Μέσα, πεθαμένε· μέσα, θεοκατάρατε, κολασμένε, βρυκόλακα!... ἀπάντησαν θυμωμένοι ἐκεῖνοι.
Καὶ ἄρχισαν νὰ ρίχνουν πιστολιές, νὰ πετοῦν πέτρες καὶ ξύλα παντοῦ, στὴν πόρτα, στὰ παράθυρα, στὴ σκεπὴ ἐπάνω, μὲ πεῖσμα μεγάλο, λὲς καὶ ἤθελαν νὰ θάψουν ἀπὸ κάτω τοὺς ὁλόκληρο τὸ σπίτι τοῦ τελωνοφύλακα κι ἐκεῖνον μαζί.
– Βρυκόλακα! Κολασμένε! Θεοκατάρατε!... ἐφώναζαν ἄγρια καὶ βραχνιασμένα, σὰν λυσσασμένα μαντρόσκυλα.
– Μαρὲ παιδιά!...
– Στὴν τρῦπα σου γρήγορα! Στὴν τρῦπα σου, νὰ μὴ σὲ κάψουμε, βρυκόλακα!..."
Ολο το κείμενο εδώ >κλικ
Ἀλλὰ τὰ παιδιὰ τρομαγμένα ἔβγαλαν φοβερὴ κραυγὴ καὶ ἐτινάχθηκαν ἀμέσως ἔξω. Ἐκεῖνος ἄρχισε τὰ γέλοια. Πολὺν καιρὸ εἶχε νὰ γελάση μὲ τόση νευρικὴ δύναμη. Τὰ ζωντόβολα! Ὡς καὶ τὴ φωνὴ τοῦ τρομάζουν!
Ἀλλ᾿ ἐνῷ ἀκόμη ἐξακολουθοῦσε νὰ γελᾷ καὶ νὰ ὑπερηφανεύεται γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ τὸ ἀθέλητο κατόρθωμά του, κάτω στὴν αὐλὴ ἀντηχοῦσαν οἱ φωνὲς τῶν παιδιῶν κι ἔφθαναν ἐπάνω τρεμάμενες:
– Ὁ πεθαμένος!... Ἐσηκώθηκεν ὁ πεθαμένος!...
– Πεθαμένος! ἐσυλλογίσθηκεν ἔκπληχτος ὁ Βαλαχᾶς, κρατώντας τὰ γέλοια. Ποιὸς διάβολος εἶνε πεθαμένος!...
Ἐσηκώθηκεν ἀπὸ τὸ κρεβάτι του κι ἔσκυψε νὰ ἰδῆ κάτω στὸ πάτωμα τὰ πράγματα, ποὺ ἔρριξαν τὰ παιδιὰ κατὰ τὴν ὥρα τῆς φυγῆς τους. Ἦταν ἕνα χιλιοτρυπημένο βρακί, ἕνα λιγδωμένο φέσι, ἕνα πουκάμισο μυριομπαλωμένο, τρία πεντάρικα κεριὰ καὶ λίγα σπειριὰ λιβάνι. Μπρέ! Ἀληθινὰ ἦταν σάβανα γιὰ νεκρόν. Ἀλλὰ ποῦ ἦταν ὁ νεκρός;
– Μαρέ, νὰ μὴ μὲ πῆραν γιὰ πεθαμένο! ἐσκέφθηκε.
Κι ἐπῆγε ν᾿ ἀνοίξη τὴν πόρτα γιὰ νὰ δὴ ἔξω. Μόλις ὅμως ἐπρόβαλεν ἐκεῖ, χαλάζι ἔπεσαν οἱ πέτρες ἐπάνω του καὶ ἄγριες φωνὲς ἠχολόγησαν. Οἱ χωριάτες ὅλοι, ἄντρες καὶ γυναῖκες καὶ παιδιά, μὲ τὰ σύνεργα τῆς δουλειᾶς τοὺς ἁρματωμένοι, μὲ στειλιάρια καὶ κοπάνους καὶ ἀξίνες καὶ πιστόλες, φοβεροί, ἄγριοι, ἔζωναν περίγυρα τὸ σπίτι τοῦ Βαλαχᾶ.
– Γιατί, ρὲ παιδιά· τί σᾶς ἔκαμα; ἠθέλησε νὰ τοὺς φωνάξη.
– Μέσα, πεθαμένε· μέσα, θεοκατάρατε, κολασμένε, βρυκόλακα!... ἀπάντησαν θυμωμένοι ἐκεῖνοι.
Καὶ ἄρχισαν νὰ ρίχνουν πιστολιές, νὰ πετοῦν πέτρες καὶ ξύλα παντοῦ, στὴν πόρτα, στὰ παράθυρα, στὴ σκεπὴ ἐπάνω, μὲ πεῖσμα μεγάλο, λὲς καὶ ἤθελαν νὰ θάψουν ἀπὸ κάτω τοὺς ὁλόκληρο τὸ σπίτι τοῦ τελωνοφύλακα κι ἐκεῖνον μαζί.
– Βρυκόλακα! Κολασμένε! Θεοκατάρατε!... ἐφώναζαν ἄγρια καὶ βραχνιασμένα, σὰν λυσσασμένα μαντρόσκυλα.
– Μαρὲ παιδιά!...
– Στὴν τρῦπα σου γρήγορα! Στὴν τρῦπα σου, νὰ μὴ σὲ κάψουμε, βρυκόλακα!..."
Ολο το κείμενο εδώ >κλικ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου