29.1.10

Something




And so it came to be
this isolation that I am
I can only look to me
to find the way it all began -
this confusion, constant
hunger for something more than this
I strive to find this being
that I envision, yet seem to miss.
Could it be that I am empty-
or maybe a little lost?
Could it be that I am lonely,
or seek happiness at any cost?
This never-ending Something
that I am living deep inside,
depicts the illusion of myself
and all I have to hide.


by Raquel

21.1.10

Nearly Unnoticed



She is lonely
Even though you can't tell
She is reaching out
For what, she doesn't know
She will continue to sit in silence
And hope that someone may stumble across
Her and all of her emptiness
But they only hope that they do it in time
Otherwise she will have drifted too far
And she may let go
Of whatever grasp of the world she has
As she slowly fades out of the lives of everyone
Nearly unnoticed.


by
Reese

Life Is A Prison



Life is a prison,
Oh God let me out.
No one to listen,
To hear when you shout.

Climb the walls of insanity,
Ride the waves of despair.
If you fall it don't matter,
There's no one to care.

Used to wish for a window,
To see birds, trees and sky,
But you're better without one -
Stops you aiming too high.

Watching freedom is painful,
For those locked away.
Seeing joy, love and happiness,
Another price that you pay.

Strong is good, weak is bad.
Be it false, be it true.
Your mind makes the choice,
And enforces it too.

Cell walls built by society,
With rules to adhere.
If you breach the acceptable,
You had better beware.

Hide the pain, carry on,
Routine is the key.
Don't let on that you're not,
What you're pretending to be.

Lock it all up inside you,
How badly that bodes.
Look out for that one day,
When it all just explodes.

Leaving naught but a shell,
Base functionality too.
But killing all else,
That was uniquely you.

So how do you grow,
With a timebomb inside?
Or how to defuse it,
Without destroying its ride?

You can't.


by Puff

20.1.10

Pencil Art

1.1.10

Αλληγορικο..

Kareya λέγεται ο θεός που δημιούργησε τον κόσμο. Πρώτα έφτιαξε τα ψάρια στον ωκεανό, μετά έφτιαξε τα ζώα στην στεριά και τέλος δημιούργησε τον άνθρωπο. Στην αρχή είχε δώσει σε όλα τα ζώα την ίδια δύναμη. Μια μέρα πήγε συνάντησε τον άνθρωπο και του είπε: «Φτιάξε τόσα τόξα και βέλη όσα είναι τα ζώα. Θα συγκεντρώσω όλα τα ζώα και θα τους μοιράσεις αυτά τα τόξα. Θα δώσεις το μακρύτερο στο ζώο που θα έχει την μεγαλύτερη δύναμη και το κοντότερο σε αυτό που θα έχει την μικρότερη».
Ο άνθρωπος υπάκουσε στην εντολή του Δημιουργού του και ξεκίνησε να κατασκευάζει τόξα και βέλη διαφόρων μεγεθών. Σε εννιά μέρες είχε κατασκευάσει τόσα, όσα ήταν και τα ζώα που είχε δημιουργήσει ο Kareya. Τότε ο Δημιουργός συγκέντρωσε όλα τα ζώα και τους είπε ότι την επόμενη μέρα ο άνθρωπος θα τους μοιράσει τα τόξα. Επίσης τους διευκρίνισε ποια σημασία έχει το μήκος του τόξου που θα λάβει το καθένα ζώο.
Όλοι βέβαια καταλαβαίνουμε, ότι το κάθε ζώο ήθελε για τον εαυτό του το πιο μακρύ τόξο, ώστε να είναι αυτό το δυνατότερο. Το κογιότ θέλοντας να ξεγελάσει τους υπόλοιπους, σκέφτηκε να μείνει ξύπνιο όλη την νύχτα. Θεώρησε ότι αν ήταν το πρώτο ζώο που θα συναντούσε τον άνθρωπο το πρωί, θα μπορούσε να πάρει το μακρύτερο τόξο. Έτσι όταν όλα τα ζώα πήγαν για ύπνο, το κογιότ ξάπλωσε στο έδαφος και υποκρινόταν ότι κοιμάται. Έφτασαν, όμως, μεσάνυχτα και άρχισε να νυστάζει. Σηκώθηκε, από εκεί που είχε ξαπλώσει, και άρχισε να τρίβει τα μάτια του προσπαθώντας να τα κρατήσει ανοικτά. Καθώς η ώρα περνούσε νύσταζε όλο και περισσότερο. Προσπαθώντας να μείνει ξύπνιο, άρχισε να χοροπηδά. Ο θόρυβος όμως που έκανε ξύπνησε κάποια ζώα και έτσι αναγκάστηκε να σταματήσει.
Μόλις το πρωινό αστέρι φάνηκε στον ορίζοντα, το κογιότ δεν άντεχε να μείνει άλλο ξύπνιο. Ως ύστατη προσπάθεια πήρε δύο ξυλάκια και στερεώνοντας τα στα μάτια του προσπάθησε να κρατήσει τα βλέφαρα του ανοικτά. Όμως, η νύστα του ήταν τόσο μεγάλη που ακόμα και έτσι, αποκοιμήθηκε. Όταν όλα τα ζώα ξύπνησαν, το κογιότ κοιμόταν βαριά.
Τα ζώα συναντήθηκαν με τον άνθρωπο, που άρχισε να τους μοιράζει τα τόξα τους. Το κούγκαρ πήρε το μακρύτερο τόξο και από τότε είναι το πιο δυνατό ζώο στον κόσμο. Η αρκούδα πήρε το αμέσως επόμενο. Έτσι μοιράστηκαν τα τόξα έως τον βάτραχο. Όμως είχε περισσέψει το πιο μικρό τόξο. Όλοι αναρωτήθηκαν ποιο ζώο δεν είχε πάρει τόξο. Τότε ανακάλυψαν το κογιότ που ακόμα κοιμόταν. Τα ζώα άρχισαν να γελάνε με το πάθημα του, το ξύπνησαν και το οδήγησαν στον άνθρωπο, ο οποίος του έδωσε το τόξο που είχε περισσέψει, το μικρότερο.
Τα γέλια των υπόλοιπων ζώων, που δεν έλεγαν να σταματήσουν, έκαναν τον άνθρωπο να συμπονέσει το κογιότ που θα ήταν πλέον το πιο αδύναμο από όλα τα ζώα. Προσευχήθηκε τότε στον Kareya για το κογιότ, και ο Δημιουργός έδωσε σε αυτό τόση πονηριά όση δεν είχε κανένα άλλο ζώο στην δημιουργία. Από τότε το κογιότ είναι το πιο πονηρό από όλα τα ζώα.