16.3.10

Τηλεφωνήματα και ενοχές



.. Ήρθες λοιπόν πάλι βραδάκι, κάθησες απέναντί μου, με κοίταξες και είπες,
" Σπέρνεις πράγματα μέσα στους άλλους".
Αν δεν ήσουν τόσο καλοσυνάτος, θα'λεγα πως μου ζητούσες το λόγο.
Καθόσουν εκεί απλός-απλός. Απλός σαν κουρασμένο εφηβικό χέρι, σαν εφηβική αγορίστικη έξαψη, σαν κομμάτι ψωμάκι ξεχασμένο από παιδί.
Δεν φοβόσουν να κοιτάς στα μάτια.
Αυτή τη φορά όμως ήσουν αδέξιος.
Με μια αδεξιότητα συγκινητική που με την ώρα αύξανε, που μου προξενούσε λίγο λίγο κι εμένα αμηχανία.
Ήρθε γρήγορα κάποια στιγμή που ένιωσα πως πνίγομαι από αόρατο, άηχο, αλλά απίστευτα απτό παλιρροικό κύμα που από το μέρος σου, από μέσα σου, ανάβρυζε, σηκωνόταν κι ερχόταν καταπάνω μου θερμό, απειλητικό κι αναπότρεπτο.
Εφιαλτικό σχεδόν.
Τροπικό κύμα, πράσινο, που πλησίαζε με απειλητική ανάγκη - τίνος από τους δυό μας μεγαλύτερη;- να μ'ανασηκώσει και να με τραβήξει προς τη μεριά σου σαν μακρόστενη σανίδα, σαν βαρκούλα ή καρυδότσουφλο.
Αιφνίδια, επιθύμησα να σηκωθείς και να φύγεις.
Ευχόμουν να φύγεις αμέσως.
Όχι σαν κακό να φύγεις, αλλά σαν καλό ανυπόφορο.
Θα πνιγόμουν αλλιώς.
Από την απαίτησή σου την αόρατη και υπερβολικά αισθητή.
Η απαίτησή σου γρήγορα ακούστηκε στο δωμάτιο σαν πρόκληση:
"Να πάμε μια βόλτα. Στη θάλασσα".
Τόσο αδέξια ακούστηκε η ευγενική πρόσκλησή σου,
που αποκαλύφθηκε η σχεδόν βίαιη απαίτηση.
Δεν φοβόμουν εμένα,
όπως συνήθως γράφουν τα αισθηματικά ρομάντσα,
εσένα φοβόμουν.
Δεν επιτρέπεται να είναι κανείς τόσο απροστάτευτος.
Τόσο απροσποίητος.
Δεν επιτρέπεται να κυκλοφορεί ελεύθερα ανάμεσά μας τόσο διάφανος.
Πληγώνει.
Σε κάθε σου απόπειρα για προσποίηση, η γλυκιά σου αδεξιότητα της έσχιζε αυτόματα τη χάρτινη μάσκα.
Ο ίσκιος σου έπεφτε πάνω μου δυνατός.
Είναι μεγάλη δύναμη να φανερώνεις έτσι την αδυναμία σου...
...Όταν επιτέλους σηκώθηκες να φύγεις, ανακατώθηκε η ανακούφισή μου με τη θλίψη. Στεκόσουν μπροστά μου να με καληνυχτήσεις, να υποσχεθούμε, να φιληθούμε στο μάγουλο, να βεβαιώσουμε.
Στεκόσουν παιδικά άπειρος,
πολύ ψηλός και μπερδεμένος με το τι να κάνεις τα χέρια σου,
γυάλινα εύθραυστος,
παραδομένα αδέξιος,
πολύ κοντά μου,
και επανέλαβες εκείνη την έρμη την πρόσκληση για βόλτα βασανιστικά αμήχανα. Βασανιστικά για σένα, βασανιστικά για μένα.
Είμασταν πια κατάκοποι.
Και το μάγουλό σου, όπως έσκυβε έμοιαζε με φεγγαρένια φλούδα της νύχτας να γέρνει και να μου προσφέρεται.
Να δώσει, αλλά πιο πολύ να πάρει τρυφερότητα, κι αυτό σε έκανε ακόμα πιο σπαραχτικό. Νωπή φλούδα, μυστική, βελουδένια.
Ήσουν ολάκερος σε κάθε απόσπασμά σου.
Τα μάτια σου, τα μάτια σου τα ασκημένα στη μοναξιά,
τα στραμμένα προς το άβατο έρεβός της, τα στραμμένα προς εμένα, τα πήρες επιτέλους από πάνω μου, τα πήρες κι έφυγες.
Ακούμπησα στην πόρτα που σου έκλεισα λαχανιασμένη από την κούραση να προσποιούμαι την ξέγνοιαστη, τη γελαστή.
Το στόμα μου έπαψε απότομα να χαμογελά.
Ο πόθος,
λοιπόν,
και το χειρότερο:
η ανάγκη
Κι από την άλλη μέρα είδα την πόρτα της ζωής ν'ανοίγει και να με τραβάει πάλι μέσα...
...Φεύγοντας τα πήρες όλα μαζί σου και μ'άφησες πίσω μ'αυτή που δεν ήμουνα σαν αποφόρι. Θα'πρεπε να ξαναμάθω τη ζωή.
Να ξαναμάθω το θάνατο.
.Τη μουσική.
Τίποτα δεν είχε σχέση καμιά με το χθες.
Ούτε εγώ σχέση καμιά με μένα.
Όλα μετονομάσθηκαν.
Έχασα ό,τι ξέρω.
Θα μ'αναγνωρίζουν όσοι με γνώριζαν;
Πώς θα συνομιλώ με τους άλλους;
Δεν είχα πια όνομα, είχα όμως το όνομά σου.
Μέσα στη ζωή.
Μετά από αιώνες στην έρημο και στη βαβέλ, στην άγονη έρημο και στους τυφλούς τοίχους.
Η υγεία πονάει πολύ, άμα έχεις κάνει αιώνες άρρωστος.
Σ'ευχαριστώ που με πέρασες από την Ωραία Πύλη της ανατροπής μου.
Χάρη σ'εσένα κέρδισα τη μεγαλοψυχία που νιώθουμε όταν αδιαφορούμε.
Με όλους μεγαλόψυχη, επιεικής σαν απόμακρη, ελεύθερη από απαιτήσεις μια και όλες έγιναν η ανάγκη η δική σου.
Η μόνη και η κύρια και δεν χρειάζομαι άλλο τα άλλοθι...
...Πήρες τα μισητά ουρλιαχτά μου, τα βουβά, και τα έκανες μουσική, όλη να αντηχώ στις ηλεκτρικές νύχτες, δίκαιη, αρμονική, πειστική.
Να μη ντρέπομαι.
Να μπορώ να μ'αγαπάω.
"Γίνονται αυτά με δυο μόνο συναντήσεις;
Γίνεται σ'ένα απόγευμα μια αναγέννηση;"
ρωτούσα κατάπληκτη κάποιον φίλο που γνωρίζει απ'τον μυστικισμό της αγάπης.
"Και σε μια ώρα, και σε ένα λεπτό γίνεται η Συνάντηση".
"Και μπορεί να διαρκέσει για πολύ;"
"Και για πάντα".
Η μόνη λύση είναι ο έρωτας, έγραφε εκείνος ο ποιητής που μελετούσε άγρυπνος των ονείρων την παράλογη ελευθερία.
Ο έρωτας που δεν νικιέται από τίποτα.
Αδύνατον να τον διώξεις άμα σε κυριεύσει, αδύνατον να τον κυριεύσεις άμα σε αγνοεί.
Δεν κυνηγιέται, δεν κερδίζεται, δεν ξεφεύγεις με τίποτα άμα σε διαλέξει.
Σ'αφήνει, μα δεν τον αφήνεις.
Στο μαρτύριο του ανεξέλεγκτου, στην ανασφάλεια την εξευτελιστική, στην αγωνία των σπλάχνων και της αναπνοής,
το μόνο κέρδος:
η Γλύκα.
Η λιγωμένη γλύκα που και με το θάνατο αγοράζουνε όσοι θυμούνται πως την γεύτηκαν. Γι'αυτή σου λέω και μου λες.
Το μόνο κέρδος:
η Προσδοκία.
Η ζωοδότρα προσδοκία πως τώρα όμως θα συμβεί η Ένωση.
Πως τώρα όμως δεν θα είμαι άλλο μόνη.
Πώς σε μια βραδιά ένας άγνωστος ξένος γίνεται ό,τι πιο δικό σου έχεις;...


Μάρω Βαμβουνάκη - Τηλεφωνήματα και ενοχές

Δεν υπάρχουν σχόλια: