12.8.10

Thirsty days

photo by Lauren Bentley


Oh how I crave
the thirstful days of summer

honeyed sidewalks
and sticky fingers
from holding your tongue too long

the smell of lush berries
tangling themselves between my mouth
and your nose

the way dandelion necklaces
draped their delicate blossoms
over our hearts
with such golden ease

I pine for the cool earth
to smile it's warmth
upon our youthful bodies once again
to fill months, maybe years
with starry nights,
passion fruit,
and the never ending of summer with you

by Melissa

10.8.10

Le Petit Prince



Αλλά ήρθε η στιγμή που ο μικρός πρίγκηπας,
αφού πολύ περπάτησε στην άμμο,
στους βράχους και στα χιόνια,
ανακάλυψε επιτέλους ένα δρόμο.
Κι όλοι οι δρόμοι οδηγούν στους ανθρώπους.
«Καλημέρα», είπε.
Ήταν ένας ανθισμένος κήπος με τριαντάφυλλα.
«Καλημέρα», είπαν τα τριαντάφυλλα.
Ο μικρός πρίγκηπας τα κοίταξε.
Έμοιαζαν όλα στο λουλούδι του.
«Τι είσαστε;», τα ρώτησε έκπληκτος.
«Είμαστε τριαντάφυλλα», είπαν τα τριαντάφυλλα.
«Α!» έκανε ο μικρός πρίγκηπας...
Κι αισθάνθηκε πολύ δυστυχισμένος.
Το λουλούδι του του 'χε πει, πως ήταν το μοναδικό στο σύμπαν.
Και να που υπήρχαν πέντε χιλιάδες, όλα τους όμοια, μέσα σ' έναν μόνο κήπο.
«θα αισθανόταν πολύ προσβεβλημένο, αν το 'βλεπε αυτό»,
σκέφτηκε,
«θα 'βηχε πολύ καί θα 'κανε πως πεθαίνει, για ν' αποφύγει τη γελοιοποίηση. Και θα 'μουνα υποχρεωμένος να κάνω, πως το φροντίζω, γιατί αλλιώς για να με ταπεινώσει κι εμένα, θ' άφηνόταν στ' αλήθεια να πεθάνει...»
Μετά σκέφτηκε κι αυτό:
«Νόμιζα, πως έχω τον πλούτο ενός μοναδικού στον κόσμο λουλουδιού καί δεν έχω παρά ένα συνηθισμένο τριαντάφυλλο. Αυτό καί τα τρία μου ηφαίστεια, που μου φτάνουν ως το γόνατο και που το ένα τους ίσως να 'χει σβύσει για πάντα, δεν με κάνουν δα και κανένα μεγάλο πρίγκηπα...»
Καί ξάπλωσε στα χορτάρια κι έκλαψε.
Τότε είναι που παρουσιάστηκε η αλεπού.
«Καλημέρα»,
είπε η αλεπού.
«Καλημέρα»,
απάντησε ευγενικά ό μικρός πρίγκηπας,
που στράφηκε μα δεν είδε τίποτα.
«Εδώ είμαι»,
είπε η φωνή,
«κάτω απ' τη μηλιά...»
«Ποια είσαι;»,
είπε ο μικρός πρίγκηπας.
«Είσαι πολύ όμορφη...»
«Είμαι μια αλεπού»,
είπε η αλεπού.
«Έλα να παίξεις μαζί μου»,
της πρότεινε ο μικρός πρίγκηπας.
«Είμαι τόσο λυπημένος...».
«Δεν μπορώ να παίξω μαζί σου»,
είπε η αλεπού.
«Δεν είμαι εξημερωμένη».
«Α! συγνώμην» έκανε ο μικρός πρίγκηπας.
Αλλά μετά από σκέψη πρόσθεσε:
«Τι σημαίνει «εξημερώνω»;»
(...)
«Είναι κάτι πολύ ξεχασμένο»,
είπε η αλεπού.
«Σημαίνει «δημιουργώ δεσμούς"».
«Δημιουργώ δεσμούς;»
«Βέβαια», είπε η αλεπού.
«Για μένα, ακόμα δεν είσαι παρά ένα αγοράκι εντελώς όμοιο με εκατό χιλιάδες άλλα αγοράκια. Και δεν σ' έχω ανάγκη. Και δεν μ' έχεις ανάγκη ούτε κι εσύ. Για σένα, δεν είμαι παρά μια αλεπού όμοια με εκατό χιλιάδες αλεπούδες. Όμως, αν μ' εξημερώσεις, θα 'χουμε ανάγκη ο ένας τον άλλο. θα 'σαι για μένα μοναδικός στον κόσμο, θα 'μαι για σένα μοναδική στον κόσμο...»
«Αρχίζω να καταλαβαίνω»,
είπε ο μικρός πρίγκηπας.
«Υπάρχει ένα λουλούδι... νομίζω ότι με έχει εξημερώσει...»
«Μπορεί», είπε η αλεπού. (...)
Αλλά η αλεπού ξαναγύρισε στην ιδέα της:
«Ή ζωή μου είναι μονότονη. Κυνηγώ κότες, οι άνθρωποι με κυνηγούν. Όλες οι κότες μοιάζουν μεταξύ τους, κι όλοι οι άνθρωποι μοιάζουν μεταξύ τους. Έτσι πλήττω λιγάκι. Αλλά αν μ' εξημερώσεις, η ζωή μου θα 'ναι σα φωτισμένη απ' τον ήλιο. θ' αναγνωρίζω έναν ήχο βημάτων πού θα 'ναι διαφορετικός απ' όλους τους άλλους.
Τ' άλλα βήματα με κάνουν να ξαναγυρνώ κάτω απ' τη γη. Τα δικά σου θα με καλούν σα μουσική να βγω απ' την υπόγεια φωλιά μου. Και μετά, κοίτα! Βλέπεις εκεί κάτω τους κάμπους με το στάρι; Εγώ δεν τρώω ψωμί. Το στάρι εμένα μού είναι άχρηστο. Οι κάμποι του σταριού δεν μου θυμίζουν τίποτα. Κι αυτό είναι θλιβερό. Αλλά έχεις μαλλιά χρυσαφιά. Έτσι θα 'ναι θαυμάσια, αν μ' εξημερώσεις! Το στάρι, που είναι χρυσαφί, θα με κάνει να σε θυμάμαι. Και θα μ' αρέσει ν' ακούω τον άνεμο στα στάρια...»
Η αλεπού σώπασε καί κοίταξε για πολύ το μικρό πρίγκηπα:
«Σε παρακαλώ ...εξημέρωσέ με!», είπε. (...)
Έτσι ο μικρός πρίγκηπας εξημέρωσε την αλεπού.
Κι όταν πλησίασε η ώρα της αναχώρησης:
«Α!» είπε η αλεπού... «θα κλάψω».
«Εσύ φταις»,
είπε ο μικρός πρίγκηπας,
«εγώ δεν ήθελα καθόλου το κακό σου, αλλά θέλησες να σ' εξημερώσω».
«Ναι σίγουρα»,
είπε η αλεπού.
«Αλλά θα κλάψεις!»,
είπε ο μικρός πρίγκηπας.
«Ναι σίγουρα»,
είπε η αλεπού.
«Τότε δεν κερδίζεις τίποτα!»
«Κερδίζω»,
είπε η αλεπού,
«εξ αιτίας του χρώματος που έχει το στάρι.»
Μετά πρόσθεσε.
«Πήγαινε να ξαναδείς τα τριαντάφυλλα, θα καταλάβεις ότι το δικό σου είναι μοναδικό στον κόσμο, θα ξανάρθεις να μ' αποχαιρετήσεις, κι εγώ θα σου χαρίσω ένα μυστικό.»
Ο μικρός πρίγκηπας πήγε να δει τα λουλούδια (...) καί ξανάρθε στην αλεπού:
«Αντίο» είπε.
«Αντίο», είπε η αλεπού.
«Να το μυστικό μου. Είναι πολύ απλό: μόνο με την καρδιά βλέπεις καλά. Την ουσία δεν την βλέπουν τα μάτια.»
«Την ουσία δεν την βλέπουν τα μάτια»,
επανέλαβε ο μικρός πρίγκηπας, για να το θυμάται.
«Ο χρόνος που έχασες για το τριαντάφυλλό σου αυτός είναι που κάνει το τριαντάφυλλό σου τόσο σημαντικό.»
«Ο χρόνος πού έχασα για το τριαντάφυλλό μου...»,
έκανε ο μικρός πρίγκηπας, για να το θυμάται.
«Οι άνθρωποι ξέχασαν αυτή την αλήθεια», είπε η αλεπού.
«Αλλά εσύ δεν πρέπει να το ξεχάσεις. Γίνεσαι για πάντα υπεύθυνος γι' αυτό που έχεις εξημερώσει. Είσαι υπεύθυνος για το τριαντάφυλλό σου...»
«Είμαι υπεύθυνος για το τριαντάφυλλό μου»,
επανέλαβε ο μικρός πρίγκηπας, για να το θυμάται.

Antoine de Saint-Exupery - Le petit prince

5.8.10

The Coupling Of Passion And Erotic Lusts

photo by penthesila



A touch of skin soft and slippery,
With the hint of hint of sweat.
We fought our resistance beneath the cool sheets,
As the wind flowed from the window above us.
Eyes met briefly and begged for the chance,
To abandon all of our uncertainties.
You began your work on my lips,
Probing gently as if drawing sex,
From a deep well of longing and need.
Then heated tongues met in the midst,
Of hot and quickening breath.
And greedily we drank the wine of our lusts.
Then intoxicated with those spirits,
Our clothes found resting place on the floor.
Piece by piece,
Until there were no hiding places,
For the two glistening and wanting bodies.
Hunger revealed in this hot moment.
Then skin meshed with skin,
As the floor became the stage.
You moved atop of me easily,
And lowered yourself gently.
Kissing me as I was filled with you.
As a gasp broke the kiss,
Your hands stroked the stray strands,
Away from my forehead, then became entangled.
Our slow rhythm gave way,
To urgent and demanding thrusts of passion,
As I arched my body for your comfort,
And you threw me into ecstasy,
With the strength of your blows.
You left me screaming and soaked,
In oblivion again and again,
As you growled my name from the back of your throat,
And our bodies both demanded more,
Each giving to the other,
High on the fluids of foreign substance.
I grasped, then released you,
Grasped then released you,
In effort to relieve you of your control.
The taste of your skin between my lips,
Was like no other.
To hear your cry of mercy,
When my teeth met your warm skin,
Was more breathtaking than you knew.
Yet I still released the control to you.
As you wound your hands in my hair,
And pulled until the flesh on my neck was taut,
You moved with one final and breaking blow,
Forcing our way to the peaks of bliss,
Leaving our screams to echo on like battle cries.
I welcomed the weight of you to crush me,
As you collapsed on top of me,
Still hot and burning,
And I glowing like an ember,
Casting a welcome light,
Should you seek my gifts again.

by Temptress